- ἀναλαλάζω
- ἀναλαλάζω 1 aor. ἀνηλάλαξα (ἀλαλάζω ‘cry aloud’; since Eur., Xen. of outcry for various reasons) cry out fr. pain GJs 20:1.—DELG s.v. λαλέω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
αναλαλάζω — ἀναλαλάζω (Α) αλαλάζω δυνατά, βγάζω πολεμική κραυγή ή απλώς κραυγάζω, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + ἀλαλάζω] … Dictionary of Greek
ἀνηλάλαζον — ἀναλαλάζω raise a war cry imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀναλαλάζω raise a war cry imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλάλαζε — ἀναλαλάζω raise a war cry imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλάλαξα — ἀναλαλάζω raise a war cry aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλάλαξαν — ἀναλαλάζω raise a war cry aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλάλαξε — ἀναλαλάζω raise a war cry aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλάλαξεν — ἀναλαλάζω raise a war cry aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλάλαξ' — ἀνηλάλαξα , ἀναλαλάζω raise a war cry aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἀνηλάλαξο , ἀναλαλάζω raise a war cry plup ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνηλάλαξο , ἀναλαλάζω raise a war cry perf imperat mp 2nd sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλαλάξασαι — ἀναλαλάξᾱσαι , ἀναλαλάζω raise a war cry aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) ἀναλαλάξᾱσαι , ἀναλαλάζω raise a war cry aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… … Dictionary of Greek